- αιματολόγος
- ο, ηεπιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την αιματολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, -ατος + -λόγος < λέγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιματολόγος, ο — η ο επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με την αιματολογία: Για τις αναλύσεις του αίματος πήγαν σε ειδικό αιματολόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek